“[...] Δέκα συνθέσεις του, που εναλλάσσονται με επιτόπιες ηχογραφήσεις των παλαιών κατοίκων του χωριού (οι οποίοι άλλοτε τραγουδούν, άλλοτε αφηγούνται τις ιστορίες τους) μεταφέρουν εν είδει πολίτιμου φορτίου τον ‘θρήνο για μια ποίηση που χάνεται’. Τάκης Φαραζής, Κυριάκος Ταπάκης, Δήμος Δημητριάδης, Παντελής Στόικος, Αντώνης Ανδρέου, Κώστας Αναστασιάδης, Λιζέτα Καλημέρη, Μάρθα Μαυροειδή και το φωνητικό κουαρτέτο Camea, ένα σύνολο δηλαδή από μερικούς από τους πιό δημιουργικούς μουσικούς του τόπου, πλαισιώνουν τον Θεοδώρου, αποκαλύπτοντας έναν εξαιρετικό πλούτο που δύσκολα βρίσκει έκφραση μέσα από τα κανάλια της επίσημης - mainstream ‘εναλλακτικής’ ή ‘ανεξάρτητης’- εγχώριας δισκογραφίας. [...]”

Γιώργος Χριστοδουλόπουλος, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Εψιλον
5 Σεπτέμβρίου 2010


 

"[...] Ο Θεοδώρου παίζοντας ή συνθέτοντας είναι σαν να ζωγραφίζει έναν τεράστιο πίνακα. Υπάρχουν σημαντικές στιγμές ηχητικής ποιητικής, αλλά δεν θα σταθούμε γιατί πρόκειται για κύκλο, για απόσπασμα από ένα μεγαλύτερο (μεταφορικά και κυριολεκτικά) έργο. Γι αυτό ακούγονται τα λόγια των γεωργών, των απομάχων, των παλιών που θυμούνται. Αυτός ο δίσκος μας γοήτευσε για το μπροστά και το πίσω από τις νότες του. Παρ' όλη την "πείρα" μας δεν ξέρουμε πως να γράψουμε σωστά γι αυτό που είναι. Εκφράζουμε την εκτίμηση. Ας μας συγχωρεθεί η αδυναμία.

Κορνήλιος Διαμαντόπουλος, περιοδικό Jazz&Τζαζ, Οκτώβριος 2010


 

“[...]Μεγαλωμένος, προφανώς, σ’έναν τόπο πολιτισμικής διαφορετικότητας, ο Θεοδώρου “πνιγμένος” κι αυτός από την εκατόχρονη προπαγάνδα, που ήθελε και εξακολουθεί να θέλει τους σλαβόφωνους Έλληνες πολίτες, τρίτης διαλογής και ουσιαστικώς “ανύπαρκτους”, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα έργο κόσμημα, στο μάλλον περατωμένο, από αισθητικής πλευράς, τοπίο της balkan jazz. Που έγκειται η επιτυχία του Θεοδώρου; Βεβαίως στις συνθέσεις του, αλλά, κυρίως στην φαεινή του ιδέα να στάξει στο έργο του εξαιρετικής στόχευσης γυναικεία φωνητικά [...] Από κει και κάτω οι συνθέσεις που έχουν, ακόμα και όταν δεν το επιδιώκουν, τον χαρακτήρα του ρέκβιεμ, δονούνται από τα αγέρωχα παιξίματα των καλών μουσικών [...] αλλά κυρίως από την αποφασιστικότητα του Θεοδώρου, να δηλώσει υπερήφανος για τον τόπο του, σπέρνοντας, προσέτι, στα συνθέματά του, ατόφιους του ήχους των ανθρώπων και της φύσης. Εξαιρετικό άλμπουμ! ”

Φώντας Τρούσας, περιοδικό Jazz&Τζαζ, Αύγουστος, 2010

 

“[...]Ξεκινώντας το σαμανικό ηχητικό κάλεσμα των φωνών με ποικίλα όργανα, από τρομπόνι ούτι και tabla μέχρι τύμπανα φλάουτο και κοντραμπάσο, ο συνθέτης αναλαμβάνει τη χωροθέτηση των φασματικών πρωταγωνιστών σε ένα πλαίσιο βαλκανικής νότας με εμβόλιμες τζαζ σημειώσεις. Ενίοτε, η γόμα σβήνει αργά τη μουσική, για να προσέξεις το μακρυνό ηχητικό τοπίο που πλησιάζει ή τα μελαγχολικά χτυπήματα των πλήκτρων στο πιάνο ή τις φωνές των γυναικών, τοποθετημένα όλα σε μια εξαιρετική παραγωγή, χωρίς τη νυσταλέα μελαγχολία του ιστορικού ντοκυμαντέρ ή την προπαγάνδα της πρόχειρης πολιτικής ερμηνείας. Ισοροπημένη μη εθνικιστική ανάκληση της ατομικής μνήμης και της γλώσσας της Δυτικής Μακεδονίας, πλαισιωμένη από έμπειρους παίκτες των οποίων η μουσική παιδεία μετατρέπει αθόρυβα τις νότες σε αντικείμενα. ‘Ήξερα τόσα ωραία τραγούδια αλλά τα ξέχασα’ λέει στο ‘Πηνελόπες των Ξανθογείων’ η Σλάβα Πόπφα ή αλλιώς Ευδοξία Γεωργίου και εξορκίζει την ιστορική αμνησία, μαχόμενη στο παρόν, χωρίς αναχρονιστική ηττοπάθεια. Η ακρόαση του ‘Ρουσίλβο’ εμπεριέχει την απελευθερωτική εστίαση της ανάγνωσης ενός καλού βιβλίου. Φτιάχνεις μόνος σου τις εικόνες.”

Κώστας Βενιζέλος, περιοδικό Δίφωνο, Ιούλιος, 2010


 

"[...] Θα έλεγα πως το Ρουσίλβο δεν απευθύνεται σε όλους. Περισσότερο ανήκει στους τολμηρούς ταξιδευτές ή τους λάτρεις της ατμόσφαιρας, της νοσταλγίας, της ποίησης, της ιστορίας και της συγκίνησης. Μήπως αυτή η τελευταία όμως, τελικά, μας αφορά όλους; Αφεθείτε στο άκουσμα του "θροίσματος της βελανιδιάς στο κοιμητήρι του Αη Δημήτρη στο Ρουσίλβο" που έχει, ευρηματικά, καταγράψει κι εντάξει στο δίσκο ο Κώστας Θεοδώρου και τότε θα έχετε την απάντηση στα αυτιά σας!

Τάσος Καραντής περιοδικό Μετρονόμος Ιούλιος 2010


 

“[...] Λάτρης της ουσιαστικής και ‘αφαιρετικά’ απαραίτητης μουσικής, ο Θεοδώρου, βιωματικά υποκινούμενος από τις ιστορίες των τόπων που γεννήθηκε, τις έντυσε με ήχους, μελωδίες, μουσικές και λόγια φτιάχνοντας ένα πολύ ιδιαίτερο και καινοτόμο μουσικό πακέτο-σκηνικό, που συγκινεί δημιουργώντας εικόνες, μυρωδιές και συναισθήματα και αναδεικνύει μια άγνωστη στους περισσότερους, πτυχή της βαλκανικής μας ταυτότητας [...]”

Χρήστος Μιχαλέρης, περιοδικό City, Ιούνιος, 2010

 

 

 

 

[press]

dinedoneff.com